- χαιρόφυλλο
- το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη μονοετών ή διετών ποωδών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaerophyllum].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιαδοφόρα — (umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη… … Dictionary of Greek